παράτημα

παράτημα
το [παρατώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα που παρατώ, η εγκατάλειψη, η απομάκρυνση από κάτι που είχε τεθεί ως σκοπός ή από ένα πρόσωπο που έπρεπε να είναι μαζί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρατημός — ο [παρατώ] παράτημα, εγκατάλειψη …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — η 1. παράτημα. 2. η οριστική απομάκρυνση από κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”